- ἐκκλήσεως
- ἐκκλήσεω̆ς , ἔκκλησιςappealfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλλάχ-αλλάχ! — επιφών. φόβου ή θαυμασμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < επανάληψη τής εκκλήσεως Αλλάχ! Αλλάχ*!] … Dictionary of Greek